- συνοπλίζομαι
- ΜΑ [ὁπλίζομαι]είμαι ή γίνομαι σύμμαχος με κάποιον («ἄλλης δὲ χρείας φίλοι, σύμμαχοι,...συνοπλιζόμενοι, συμπολεμοῡντες», Πολυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοπλιζομένην — συνοπλίζομαι to be a companion in arms pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπλιζόμενοι — συνοπλίζομαι to be a companion in arms pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπλίζεσθαι — συνοπλίζομαι to be a companion in arms pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπλίζεται — συνοπλίζομαι to be a companion in arms pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)